- μελασμοῦ
- μελασμόςblackeningmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναπαλλάσσομαι — Α 1. απαλλάσσομαι μαζί με κάποιον («συναπαλλαγήσεται... καὶ τοῡ μελασμοῡ», Γρηγ. Νύσσ.) 2. πεθαίνω μαζί με άλλον … Dictionary of Greek